- σκοταδισμός
- ο, Ν1. σκοτάδι που καλύπτει το πνεύμα, πνευματικός ζόφος, σκόπιμη διατήρηση τών πνευμάτων στην άγνοια2. μτφ. υπερβολικός συντηρητισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοταδισμός — ο τύφλωση του νου, έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας: Στην εκπαίδευση επικρατεί ακόμη σκοταδισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek